- τρισκόταδο
- τοπυκνό σκοτάδι, θεοσκόταδο: Δε βλέπει τη μύτη του στο τρισκόταδο.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
τρισκόταδο — το, Ν πολύ πυκνό σκοτάδι, θεοσκόταδο. [ΕΤΥΜΟΛ. < επιτ. τρι * + σκοτάδι] … Dictionary of Greek
τρι- — και τρισ ΝΜΑ, και τρια Ν α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στην εξασθενωμένη βαθμίδα τού αριθμ. τρεις, τρία* και σημαίνει ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό υπάρχει ή γίνεται τρεις φορές (πρβλ. τρί γωνος,… … Dictionary of Greek